- μπουκετάρω
- [μπουκέτο]δένω άνθη σε μπουκέτο, σχηματίζω ανθοδέσμη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουκετάρω — μπουκέταρα και μπουκετάρισα, κάνω τα λουλούδια μπουκέτο, ανθοδέσμη: Μπουκετάρισα δέκα κόκκινα τριαντάφυλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουκετάρισμα — το [μπουκετάρω] σχηματισμός ανθοδέσμης, κατασκευή μπουκέτου … Dictionary of Greek